ΥΔΡΑ
Η Ύδρα είναι νησί του Αργοσαρωνικού. Η ομώνυμη πόλη, που είναι το λιμάνι και ο μοναδικός οικισμός του νησιού, αριθμούσε 1.966 κατοίκους στην απογραφή του 2011, οι οποίοι, λόγω του άγονου εδάφους, ασχολούνται κυρίως με την αλιεία και τον τουρισμό. Είναι εξαιρετικά γραφικό, αρχοντικό και κοσμοπολίτικο νησί.
Ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός για ξένους τουρίστες αλλά και Αθηναίους, δεδομένης της σχετικά μικρής της απόστασης από την πρωτεύουσα. Οφείλει το όνομά της στα άφθονα νερά, που ανάβλυζαν από τις πλούσιες πηγές που είχε κατά την αρχαιότητα. Έχει σημαντική ναυτική ιστορία και παράδοση. Αναπαλαιωμένα αρχοντικά, το παλιό γραφικό λιμάνι με τις πολεμίστρες και τα κανόνια, τα μουσεία, τα μοναστήρια, η ναυτική σχολή, συνθέτουν την εικόνα του νησιού, η οποία μας μαρτυρεί την σημαντική ιστορική σημασία της. Κατά τον αγώνα της επανάστασης του 1821 η Ύδρα μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά έπαιξαν σημαντικό ρόλο, λόγω της μεγάλης ναυτικής δύναμης που διέθεταν. Στην Επανάσταση του 1821 η Ύδρα διέθετε 186 πλοία.
Μεγάλοι πλοιοκτήτες, ναυμάχοι του 1821 και πολιτικοί κατάγονται από το νησί. Ανάμεσά τους οι Ανδρέας Μιαούλης, Κουντουριώτης, Κριεζής, Τσαμαδός, Σαχίνης, Τομπάζης, Σαχτούρης κ.α. Αυτή η ναυτική παράδοση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με έναν μικρό αλιευτικό στόλο και την Ακαδημία Εμποροπλοιάρχων, που άρχισε να λειτουργεί αμέσως μετά την επανάσταση του 1821 και είναι η αρχαιότερη σχολή εμποροπλοιάρχων της ανατολικής Μεσογείου· στις μέρες μας στεγάζεται στο αρχοντικό του Λάζαρου Τσαμαδού και της Μαρίας Δ. Σαχίνη και βοηθητικά κτίρια δωρεάς Αθ. Κουλούρα.
Η πόλη της Ύδρας, που είναι και η μοναδική πόλη του νησιού, έχει ανακηρυχθεί διατηρητέα και απαγορεύονται τα τροχοφόρα. Είναι απλωμένη σε δύο βραχώδεις λόφους και σφύζει από παραδοσιακά σπίτια με κεραμιδένιες σκεπές, έντονες μπλε πόρτες και παράθυρα. Η Ύδρα εδώ και δεκαετίες, είναι ένας από τους αγαπημένους προορισμούς Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Στο νησί υπάρχουν 300 εκκλησίες και πέντε μοναστήρια.
Η σημαντικότερη γιορτή σήμερα στην Ύδρα είναι τα Μιαούλεια, τα οποία είναι εκδηλώσεις, αφιερωμένες στη δράση του Ναύαρχου Μιαούλη και πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, προς το τέλος του Ιουνίου.
Η Ύδρα, περισσότερο από όλα τα Ελληνικά νησιά, ενέπνευσε τις Καλές Τέχνες. Διάσημοι Έλληνες και ξένοι ζωγράφοι απεικόνισαν στα έργα τους τα τοπία της. Μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Μαρκ Σαγκάλ, την επισκέφτηκαν και αποτύπωσαν σε σχέδια τα αυστηρά της σχήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ύδρα υπάρχει παράρτημα της Σχολής Καλών Τεχνών από το 1936, το οποίο στεγάζεται στο τετραώροφο αρχοντικό του Εμμανουήλ Τομπάζη και της Ξανθής Δ. Σαχίνη στα δεξιό τμήμα του λιμανιού.
Η Ύδρα συνδέεται ακτοπλοϊκώς, όλο το έτος, με τα υπόλοιπα νησιά του Αργοσαρωνικού, καθώς και με τα Μέθανα, την Ερμιόνη, το Πόρτο Χέλι, το Ναύπλιο, τον Tυρό. Δεν διαθέτει αεροδρόμιο και ίσως ποτέ να μην αποκτήσει εξαιτίας του ορεινού εδάφους της. Το νησί δεν διαθέτει ούτε ελικοδρόμιο, όμως υπάρχει κοντά στην πόλη της Ύδρας μία επίπεδη περιοχή την οποία τα ελικόπτερα χρησιμοποιούν σαν χώρο απογείωσης και προσγείωσης.
Ιστορία
Η Ύδρα σύμφωνα με νεότερες αρχαιολογικές έρευνες, έχει κατοικηθεί από τη Νεολιθική εποχή. Δρύοπες, Μυκηναίοι, Κάρες, Σάμιοι, Αθηναίοι πρόσφυγες της εποχής των περσικών πολέμων, εποίκησαν και κατοίκησαν την Ύδρα. Η ακμή του νησιού συνέπεσε με την Πρωτοελλαδική και την Μυκηναϊκή εποχή. Το νησί ήταν εμπορικό-ναυτικό κέντρο, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η περιοχή της Επισκοπής, του Αγίου Γεωργίου-Αγίου Νικολάου Μπίστη, το Μπαλί, η ακρόπολη του Βλυχού και η περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής της Ζούρβας, ήταν σημαντικοί οικισμοί εκείνης της εποχής, ενώ την Κλασσική εποχή η Ύδρα ήταν στη δικαιοδοσία της Ερμιόνης. Από αυτούς, την αγόρασαν Σάμιοι πολιτικοί εξόριστοι που οχύρωσαν την ακρόπολη του Βλυχού. Οι Σάμιοι, αφού ήρθαν σε σύγκρουση και μετά από ήττα με τους Αιγινήτες, πούλησαν την Ύδρα στους Τροιζήνιους. Την Κλασική εποχή η Ύδρα παρουσιάζει έναν συγγραφέα κωμωδιών, τον Ευάγη τον Υδρεάτη. Την ρωμαίικη και κατόπιν την βυζαντινή περίοδο το νησί κατοικείται ανελλιπώς.
Γύρω στο 1460 αρχίζει η σημαντική ανάπτυξη της Ύδρας με την εγκατάσταση Αρβανιτών φυγάδων που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο εξαιτίας της κατάκτησής της από τα οθωμανικά στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Τότε είναι που ξεκινά να χτίζεται και η σημερινή πόλη της Ύδρας και συγκεκριμένα γύρω από τον λόφο του Κιάφα για λόγους ασφαλείας από πειρατικές επιδρομές.
Ένα δεύτερο μεγάλο εποικιστικό κύμα έφτασε στην Ύδρα στα τέλη του 16ου αιώνα όταν μεγάλες οικογένειες έρχονται στο νησί. Μεταξύ αυτών οι οικογένειες Λαζάρου και Ζέρβα μετέπειτα Κοκκίνη και Κουντουριώτη από την Ήπειρο, οι οικογένειες Μπαρού από την Κύθνο, Νέγκα, Γκιώνη, Γκούμα, Γιακουμάκη μετέπειτα Τομπάζη από τα Βουρλά της Σμύρνης, Κιοσσέ μετέπειτα και Σαχίνη από τη Γένοβα, Μπουντούρη από την Εύβοια, Βώκου μετέπειτα και Μιαούλη από τα Φύλλα Ευβοίας. Τον 17ο αιώνα ήταν κτήση των Ενετών και τον 18ο αιώνα περιέρχεται στους Τούρκους έως την επανάσταση του 1821 κατά την οποία αριθμούσε περί τους 27.000 κατοίκους.
Διοικητικά, κοινοτικοί άρχοντες της Ύδρας ήταν αρχικά οι εκάστοτε δύο ιερείς του νησιού. Κατά το 1667 εγκαινιάστηκε η συμμετοχή τριών ακόμη μελών (ένας με καθήκοντα γραμματέα και δύο ως επίτροποι). Με την πάροδο των ετών οι επίτροποι αντικαταστάθηκαν από ισάριθμους δημογέροντες, ενώ μετά το 1770 η εξουσία πέρασε σχεδόν ολοκληρωτικά στους ισχυρούς πλοιοκτήτες.
Η Ύδρα στην Επανάσταση του 1821
Η Επανάσταση βρίσκει την Ύδρα κάτοχο αμύθητου πλούτου από χρυσά νομίσματα της εποχής, αποτέλεσμα κυρίως της επιτυχημένης εμπλοκής της στο εμπόριο σίτου κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Το εμπόριο μετά το 1810 είχε κάμψη αλλά ο στόλος της αριθμούσε 186 μικρά και μεγάλα πλοία συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων δηλαδή ήταν διπλάσιος από αυτόν των Σπετσών που διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία συνολικά 15.907 τόνων. Τα Ψαρά διέθεταν 35 - 40 πλοία και η Κάσος 15. Τα πληρώματα είχαν αποκτήσει και πολεμική εμπειρία λόγω των συγκρούσεων με πειρατές της Αλγερίας. Τουλάχιστον από το 1820 οι προεστοί είχαν μυηθεί από τη Φιλική Εταιρεία στο μυστικό της Επανάστασης.
Σε συνάντηση μελών της Φιλικής Εταιρείας με τον Παπαφλέσσα κατά τα τέλη του 1820 στην Ύδρα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη δύο τάσεων στις τάξεις των ντόπιων Φιλικών: από τη μια πλευρά υπήρχε η παράταξη εκείνων των Φιλικών με κύριους εκφραστές τον Αντώνη Οικονόμου, τον Γκίκα Θ. Γκίκα κ.ά. που δήλωναν έτοιμοι για την εξέγερση και από την άλλη η συντηρητική παράταξη των ισχυρών προεστών του νησιού (Κουντουριώτηδες κ.ά.) που αντιμετώπιζαν με καχυποψία τις ενθουσιώδεις διακηρύξεις του Παπαφλέσσα και προβληματίζονταν από την ισχύ του οθωμανικού στόλου.
Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, οι Υδραίοι ενημερώθηκαν με αλληλογραφία από τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με επιστολή της 24 Μαρτίου 1821 οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημερώνουν τους Υδραίους και Σπετσιώτες ότι η Επανάσταση άρχισε νωρίτερα γιατί το μυστικό είχε προδοθεί από "τουρκολάτρες", και ζητούν τη βοήθειά τους για ναυτικό αποκλεισμό του εχθρού. Κατά την επικρατούσα άποψη οι Υδραίοι φάνηκαν διστακτικοί στο να εξεγερθούν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ενθυμούμενοι τις καταστροφές που είχαν πάθει κατά την προηγούμενη αποτυχημένη εξέγερση του 1770 και λαμβάνοντας υπόψη την στρατιωτική υπεροχή του εχθρού. Τελικώς κήρυξαν την επανάσταση στις 14 Απριλίου με εκκλησιαστική πομπή. Κατά την άποψη του Αντώνιου Λιγνού που εξέδωσε το ιστορικό αρχείο της Ύδρας, ο λαός της Ύδρας επαναστάτησε την Κυριακή 27 Μαρτίου, και καθαίρεσε τον εκπρόσωπο της Οθωμανικής εξουσίας Νικόλαο Κοκοβίλα. Την επαναστατική διοίκηση ανέλαβε ο Αντώνιος Οικονόμου. Την 31 Μαρτίου οι πρόκριτοι αναγνώρισαν τον Οικονόμο και του έδωσαν την εξουσία να κινητοποιήσει τις απαιτούμενες ναυτικές και πεζές δυνάμεις. Την 15 Απριλίου, αφού έγιναν οι απαραίτητες προετοιμασίες, κηρύχθηκε επισήμως η Επανάσταση από όλους. Την 14η Απριλίου οι προεστοί τύπωσαν ειδικό συνοδευτικό έγγραφο για τα πλοία που απέπλεαν από το νησί για καταδρομικές επιχειρήσεις. Το έντυπο αυτό, στην ελληνική και ιταλική, αποτελούσε και γραπτή επαναστατική διακήρυξη που έφερε τον τίτλο "Διαβατήριον των Ελληνικών Μαχομένων Πλοίων". Είχε κενό το όνομα του καπετάνιου, του πλοίου, τον αριθμό των κανονιών και την ημερομηνία, τα οποία συμπληρώνονταν κατά περίπτωση. Ένα τέτοιο έγγραφο εκδοθέν για τον Γιακουμάκη Τομπάζη δημοσίευσε ο Ομηρίδης Σκυλίτσης:
«ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ. Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος βεβαρυμένον πλέον νὰ στενάζῃ ὑπὸ τὸν σκληρὸν ζυγὸν ὑπὸ τὸν ὁποίον τέσσαρας περίπου αἰῶνας καταθλίβεται ἐπονειδίστως, τρέχει μὲ γενικὴν καὶ ὁμόφωνον ὁρμὴν εἰς τὰ ὅπλα διὰ νὰ κατασυντρίψῃ τὰς βαρείας ἁλύσσους τὰς ὑπὸ τῶν βαρβάρων Μωαμεθανῶν περιτεθίσας εἰς αὐτό. Ἡμεῖς οἱ προύχοντες, οἱ συγκροτοῦντες τὴν διοίκησιν τῆς Νήσου ταύτης ἐπιτρέπομεν εἰς τὸν Καπετάνιον Γιακουμάκην Τουμπάζην τοῦ πλοίου Θεμιστοκλῆς, τὸ ὁποῖον ἔχει κανόνια δεκαὲξ καὶ ἄλλα πολεμικὰ ὅπλα ὑπὸ τὴν Ἑλληνικὴν σημαίαν νὰ ὑπάγῃ μετὰ τοῦ πλοίου τούτου, ὅπου ἤθελε κρίνει ὠφέλιμον καὶ ἀναγκαῖον εἰς τὸν κοινὸν ἀγώνα, καὶ νὰ ἐνεργῇ κατὰ τῶν Ὀθωμανικῶν δυνάμεων διὰ ξηρὰς τὲ καὶ θαλάσσης πᾶν ὅ,τι συγχωρεῖται εἰς νόμιμον πόλεμον, ἕως οὗ ἡ ἐλευθερία καὶ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους νὰ ἀποκατασταθῇ μὲ στερέωσιν...
16 Ἀπριλίου 1821»