Έναρξη: TBA
Ὁ γερο-Ὑδραῖος
Στάθηκα ψηλὰ στὸν βράχο, μὲ τὸ πέλαγος στὸ βάθος,
Ἡ ψυχή μου λυτρωμένη, ἄρχισε νὰ πετᾶ μὲ θάρρος.
Τὰ μάτια μου πλανήθηκαν σὲ θάλασσα καὶ σὲ στεριά,
Καμιὰ ἁλυσίδα δὲν μὲ ἐμπόδιζε νὰ ἰδῶ πέρα, μακριά.
Μέχρις ἐκεῖ, ὅπου ἡ ἡμισέληνος δὲν φαινόταν,
Σὲ βουνά, πύργους, ἰστούς, μεγαλόσταυρος κρεμόταν.
Κι ὅσο κοιτοῦσα πιὸ μακριά, τὸ στῆθος μου ἄλλο τόσο
Ἀπ᾽ τῆς πίστης τὴ φλόγα κόρωνε, τὴν ἀγάπη, τὸν πόθο.
Ὅ,τι μᾶς συνθλίβει κι ὅ,τι μᾶς χαροποιεῖ,
Ὅ,τι μᾶς ἐμψυχώνει κι ὅ,τι μᾶς ἀνησυχεῖ,
Στὴ φωτιὰ τὸ ρίχνουμε, τὸ πετᾶμε στὸ νερό,
Στὶς καρδιές μας πεταρίζει, λάμπει κάτι ἱερό.
Βλέπω πλέοντα καράβια, ὑπερήφανα στὰ νερά,
Εἶν᾽ τῆς λευτεριᾶς ὁ ἀέρας ποὺ φουσκώνει τὰ πανιά;
Χαῖρε ἐσὺ καὶ τὸ ταξίδι σου! Χαῖρε τὸ ὄμορφο φορτίο σου!
Χαῖρε ὁλόκληρο σκαρί, ἀπ᾽ τὴν καρίνα μέχρι τὸ ἱστίο σου!
Διασχίζετε φουρτοῦνες γιὰ ἕναν εὐγενὴ σκοπό,
Φέρνετε τῆς νίκης τὸ ἄνθος, θρεμμένο μὲ αἷμα ἡρωικό.
Εἶναι οἱ μακρινὲς βροντὲς ὁ ἀπόηχος τῆς μάχης;
Ἢ συντρίβεται στὰ βράχια τὸ ἄγριο κύμα τῆς θαλάσσης;
Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σπάσει ἀπ᾽ τοῦ κρότου τὴν ἠχώ,
Μὰ εἶμαι γέρος γιὰ τὴ μάχη, καὶ δὲν ἔχω μήτε γιό.
DER GREISE VON HYDRA. Wilhelm Müller, Lieder der Griechen. 1821, Erstes Heft, Christian Georg Ackerman, Dessau 1822
Τὸ Ὑδραιόπουλο
῎Ημουνα μικρὸ ἀγόρι, εἶχα μόλις στὰ πόδια σταθεῖ,
Κι ὁ πατέρας μου μὲ πῆγε στῆς θαλάσσης τὴν ἀκτὴ
Ἐκεῖ, μὲ μαστοριὰ μοῦ ἔμαθε πὼς νὰ κολυμπῶ,
Κι ὣς τὴν ἄμμο τοῦ βυθοῦ της θαρραλέα νὰ βουτῶ.
Ἀσημένιο νόμισμα στὰ νερά της πετοῦσε τρίς,
Δῶρο μου, ἂν τρὶς τὸ εὕρισκα, ὡς καλὸς βουτηχτής.
Ἔπειτα μ᾽ ἔβαλε σὲ βάρκα, δίνοντάς μου τὸ κουπὶ
Ὁ ἴδιος στάθηκε στὸ πλάι, στὴ θέση τοῦ ἐκπαιδευτῆ,
Μοῦ ῾δειχνε καὶ μοῦ ῾λεγε πὼς νὰ μὴν εἶμαι χύμα
Πὼς τὶς ξέρες νὰ ἀποφεύγω καὶ νὰ πολεμῶ τὸ κύμα.
Κι ἀπ᾽ τὴ βαρκούλα μ᾽ ἔβαλε σὲ καΐκι μεγάλο,
Ἡ θύελλα μᾶς ἔσπρωξε σιμὰ σὲ ἕναν βράχο.
Στὸ κατάρτι ἀνέβηκα, κάτω ἡ θάλασσα, πέρα ἡ στεριά,
Βουνὰ, πύργοι, ἀκτὲς ἔφευγαν, χάνονταν μακριά.
Ὁ πατέρας μοῦ ῾δειξε πὼς τὰ πουλιὰ νὰ μελετῶ
Τὶς κίνησεις, τοὺς ἀνέμους, καὶ τὰ νέφη νὰ κοιτῶ.
Κι ὅταν ἡ καταιγίδα θέριεψε πάνω ἀπ᾽ τὸ κεφάλι μου
Καὶ τὸ κύμα ἔφτανε ψηλὰ ὡς τὸ καλάθι* μου,
Μὲ τὸ βλέμμα του ὁ πατέρας μοῦ ῾λεγε μὴ φοβηθῶ
Κι ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου βρισκόμουν, διόλου νὰ μὴν κουνηθῶ
Κι ἐμψυχώνοντάς με εἶπε, μὴν κάνεις σὰν παιδόπουλο
Ἀέρα στὰ πανιά σου, Ὑδραιόπουλο!
Σήμερα, ὁ πατέρας μοῦ χάρισε ἐκεῖνο τὸ σπαθί,
Γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα, ποὺ μ᾽ εἶχε ὑποσχθεῖ.
Μὲ θωροῦσε ξαναμμένος ἀπὸ κάτω ὡς τὴν κορφή,
Μπήγοντάς μου ἅγριο βλέμμα, σὰν νὰ ἤτανε καρφί.
Κι ἀδράχνοντας τὴ λάμα, τὴν ἔσεισε σὰν πούπουλο
Τὸ σπαθί σου νὰ ῾χει τύχη, μοῦ εὐχήθη, Ὑδραιόπουλο!
*Κόφα, στη ναυτική ορολογία.
DER KLEINE HYDRIOT. Wilhelm Müller, Lieder der Griechen. 1821, Zweites Heft, Christian Georg Ackerman, Dessau 1822
Ὕδρα
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ὅπου ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀκουμπᾶ!
Βλέποντας τὴ νεφοσκεπῆ κορφή σου, τὸ αἷμα μου βράζει κι ἡ καρδιὰ σκιρτᾶ.
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ἡ θάλασσα γύρω σου ἀλυχτᾶ,
Κι ὁ κεραυνὸς πάνω στὴ γυμνή σου ράχη ἀστράφτει καὶ βροντᾶ!
Ἀλλ᾽ ἐσὺ γενναία ἀντιστέκεσαι στὴν καταιγίδα αὐτή,
Καμιὰ ἀστραπὴ δὲν σὲ δειλιάζει, ὅσο κι ἂν εἶναι δυνατή·
Κι ἀπ᾽ τὶς βαθύτατες σπηλιές της, ἡ θάλασσα λυσσομανᾶ,
Ὅμως ἐσὺ ἵστασαι ἐκεῖ, στὰ πόδια σου, γερὰ καὶ εὐγενικά,
Δὲν σείεσαι, παρὰ ὅπως τὰ ἔλατα ἀπὸ τὶς αὔρες ποὺ περνᾶνε
Τὰ ἐρεβώδη κύματα ἀφρίζουνε, ἐξατμίζονται, σκορπᾶνε.
Ψηλέ, ἀγέρωχε, ἀκλόνητε βράχε, ὅπου ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἀκουμπᾶ!
Ὕδρα, ἀκούγοντας τ᾽ ὄνομά σου, τὸ αἷμα μου βράζει κι ἡ καρδιὰ σκιρτᾶ.
Μὲ τὰ πανιά σου τὸ πνεῦμα μου στὶς θάλασσες περιπλέει,
Ἐκεῖ ὅπου τὸ ἀεράκι στὰ κύματα γιὰ τὶς νίκες σου λέει.
Ἐρειπώθηκε ἡ Ἀθήνα, δηώθηκε τοῦ Ἀμφίωνος ἡ πόλη,
Ἀγνοεῖ τὸ ἐγγόνι, ποὺ ἦταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ κατώφλι,
ὅπου ἡρωίδα μάνα ἔδιωξε τὸν γιὸ ―ἔρριψε τὸ ξίφος του στὴ γῆ!
βλέποντάς τον νὰ στέκεται στὴ θύρα της, δίχως στεφάνι καὶ πληγή.
Ἀφῆστε τείχη καὶ πύργους νὰ πέσουν· ὅ,τι χτίσατε, πρέπει νὰ γκρεμιστεῖ,
Τῆς λευτεριᾶς ὁ βράχος ὑψώνεται ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, ποὺ ἔχει ἐλευθερωθεῖ!
HYDRA. Wilhelm Müller, Neue Lieder der Griechen, Sweites Heft, F.A. Brockhaus, Leipzig 1823
← Επιστροφή